φυγόδικος — ο, η, ΝΜΑ, θηλ. και η Ν αυτός που φυγοδικεί, που δεν παρουσιάζεται στο δικαστήριο για να δικαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + δικος (< δίκη), πρβλ. μισό δικος, φιλό δικος] … Dictionary of Greek
φυγοδικία — η, ΝΜΑ [φυγόδικος] το να φυγοδικεί κανείς, το να είναι κανείς φυγόδικος … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
ερημοδικία — Η διεξαγωγή δίκης όπου ο ένας από τους διαδίκους απουσιάζει ή δεν είναι παρών με τον κατάλληλο προς την περίπτωση τρόπο. Η σημασία της ε. στο αστικό δίκαιο (αστική δίκη) είναι μεγάλη, ιδίως στην πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Ο όρος ε. συνδέεται με … Dictionary of Greek
καταραχιάς — ο [καταραχιά] 1. αυτός που συχνάζει στις βουνοκορφές 2. αντάρτης, φυγόδικος 3. άτακτο, πολύ ζωηρό παιδί … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
φυγοδικώ — φυγοδικῶ, έω, ΝΜΑ [φυγόδικος] αποφεύγω τη δίκη, δεν παρουσιάζομαι στο δικαστήριο για να δικαστώ … Dictionary of Greek
Βίλα, Πάντσο Φραντσίσκο — (Francisco «Pancho» Villa,Γκράντε ή Σαν Χουάν Ντελ Ρίο, Μεξικό 1877 – Παράλ 1923). Ψευδώνυμο του Μεξικανού πολιτικού και επαναστάτη Δορόθεο Αράνγκο (η ορθότερη προφορά του ονόματός του είναι Βίγια). Δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες για τον… … Dictionary of Greek
φυγοδικώ — φυγοδίκησα, αμτβ., αποφεύγω να δικαστώ, κρύβομαι και δεν παρουσιάζομαι στο δικαστήριο την ημέρα της δίκης, είμαι φυγόδικος, είμαι ένοχος φυγοδικίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)